στραβάδα

στραβάδα
η
1. το να είναι κάτι στραβό, όχι ίσιο.
2. τυφλότητα: Είναι τέτοια η στραβάδα του που δε βλέπει ούτε τη μύτη του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβάδα — η, Ν [στραβός] 1. η ιδιότητα τού στραβού, τού λοξού («στραβάδα τού ξύλου») 2. η ιδιότητα τού τυφλού, στραβωμάρα …   Dictionary of Greek

  • στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”